- πλατσουκομύτης
- α, ικο , πλατσουκωτός, ή , ό курносый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλακουτσομύτης — και πλατσουκομύτης και πλατσουμύτης και πλατσομύτης, ύτα, ύτικο, Ν αυτός που έχει πλατιά μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + μύτη. Ο τ. πλατσουκομύτης με μετάθεση, ενώ ο τ. πλατσομύτης με αποβολή] … Dictionary of Greek
πατσομύτης — ο αυτός που έχει πλατιά, πλατσουκωτή μύτη, πλακομύτης, πλατσουκομύτης, πλατσομύτης, πατσουρός, πατσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατσός + μύτης (< μύτη), πρβλ. κοκκινο μύτης] … Dictionary of Greek
πλατσομύτης — και πλατσουμύτης και πλατσουκομύτης, ύτα, ύτικο, Ν βλ. πλακουτσομύτης … Dictionary of Greek